ανθοστέφανος

ανθοστέφανος
ο венок из цветов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανθοστέφανος" в других словарях:

  • ανθοστέφανος — ο (κ. ανθοστέφανο, το) λουλούδινο στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + στέφανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • στεφάνι — το 1. ό,τι περιβάλλει κάτι. 2. ανθοστέφανος: Κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 3. γαμήλιος στέφανος: Δεν έβαλαν ακόμη στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»